ὁμουργός

ὁμουργός
ὁμουργός,
A = συνεργός, mate of an animal, POxy.922.19 (vi A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ομουργός — ὁμουργός, όν (Α) (για ζώα) σύντροφος, συνεργός, ομόζυγος, που ανήκει στο ίδιο ζεύγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ουργός (< ἔργον), πρβλ. ισ ουργός] …   Dictionary of Greek

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”